Πυρρώνειος

Πυρρώνειος
Πυρρώνειος
of Pyrrho
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρρώνειος — α, ο / πυρρώνειος, ον, ΝΑ [Πύρρων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκεπτικό φιλόσοφο Πύρρωνα («πυρρώνεια φιλοσοφία») 2. φρ. «Πυρρώνειαι υποτυπώσεις» τίτλος έργου τού Σέξτου Εμπειρικού …   Dictionary of Greek

  • Πυρρωνείως — Πυρρώνειος of Pyrrho adverbial Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρώνειον — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem acc sg Πυρρώνειος of Pyrrho neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρωνείοις — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρωνείου — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρωνείους — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρωνείων — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρώνεια — Πυρρώνειος of Pyrrho neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρώνειοι — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”